- επιμύλιος
- ἐπιμύλιος, -ον (Α)αυτός που βρίσκεται μέσα ή κοντά στον μύλοαρχ.1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη μυλόπετρα2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιμύλιονη πάνω μυλόπετρα3. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ ἐπιμύλιος (ᾠδή), τὸ ἐπιμύλιον (ἆσμα)τραγούδι που τραγουδούσαν κατά το άλεσμα τών δημητριακών.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μύλιος (< μύλη «μυλόπετρα»)].
Dictionary of Greek. 2013.